Καλωσορίσατε στο ιστολόγιό μας. Εδώ θα βρείτε όλα εκείνα τα πράγματα που θα κάνουν το διάβασμά σας πιο διασκεδαστικό!
RSS

1 Νοεμβρίου 2011

Παραμύθι με τους μήνες του χρόνου

Του Μανώλη Ράντου


Οι δώδεκα μήνες και η κυρα Κακή



          Αντίκρυ στο σπίτι της κυρα Καλής έμενε μια άλλη γριά που δεν ήταν φτωχή, αλλά πολύ γλωσσού και ξιπασμένη. Είδε την αλλαγή της γειτό­νισσας και περίεργη και κουτσομπόλα καθώς ήταν, πήγε και τη ρώτησε. Η γριούλα τής είπε την ιστορία με τα δώδεκα παλικάρια, όχι όμως και τι τη ρώτησαν και τι τους απάντησε.

Την ίδια μέρα κιόλας, η άλλη γριά ξεκίνησε για το βουνό. Στο χέρι κρατούσε ένα μεγάλο σακί, σκοινί κι έκανε τη μισοκακομοίρα. Σιγά σιγά έφτασε στα ριζά του βουνού, είδε τη σπηλιά και μπήκε ίσια μέσα. Σηκώθηκαν αμέσως τα παλικάρια από χάμω που καθόταν , την καλωσόρι­σαν και την προσκάλεσαν να καθίσει ρωτώντας την:

-Ποιος καλός άνεμος, γιαγιούλα, σ’ έφερε δω με τέτοιο χιονιά και με τέτοιο κρύο;

- Ο άτιμος ο χειμώνας μ’ έφερε, παλικάρια μου. Είναι τόσο κακός αυτή τη χρονιά, που έκαψα όλα τα ξύλα που είχα, κι ήρθα τώρα ως εδώ να μαζέψω άλλα, απάντησε η γριά.

- Ο παλιο Γενάρης σίγουρα φταίει, είπε το παλικάρι.

-Μονάχα ο παλιο Γενάρης φταίει, παλικάρι μου; Όλοι οι μήνες φταίνε. Πάρε τον ένα, χτύπα τον άλλο. Κι ο Γενάρης κι ο Φλεβάρης κι ο Μάρτης κι όλοι οι άλλοι κακοί κι ανάποδοι είναι. Κανένας μα κανένας σας λέω, δεν είναι καλός. Άλλοι σε πουντιάζουν από το κρύο, άλλοι σε κάνουν μούσκεμα από τις βροχές κι άλλοι σε σκάζουν από τη ζέστη. Στο τέλος είπε:

-Φεύγω όμως τώρα, παλικάρια μου. Μήπως έχετε τίπο­τα να με βοηθήστε να περάσω το χειμώνα.

-Δώσε μας το σακούλι σου, είπαν τα παλικάρια, μ’ ένα στόμα. Η γριά έδωσε το σάκο της και περίμενε, με την καρδιά της να φτερουγίζει από χαρά για τα παραπανίσια πλούτη που θα αποκτούσε σε λίγο. Τα παλικάρια γέμισαν καλά το σάκο, το δέσανε γερά και της το δώσανε.

-Πρόσεξε, γιαγιούλα! της φωνάζουν τα παλικάρια. Μη λύσεις το σακί πριν φτάσεις στο σπίτι σου.

-Δεν το λύνω, παλικάρια μου.

Το άρπαξε η γριά και βολίδα για το σπίτι της! Ούτε ευχαριστώ ούτε αντίο.

Ύστερα από κάμποση ώρα, κατάκοπη και καταϊδρω­μένη από το βαρύ φορτίο, έφτασε η γριά στο σπίτι της. Έκλεισε καλά πορτοπαράθυρα και παντζούρια, άναψε το φως και έλυσε το σακί για να με­τρήσει τις λίρες. Τι δυσάρεστη έκπληξη όμως! Φουρκίστηκε σαν είδε το πάτωμα να γεμίζει πέτρες. Αυτή ήταν η πληρωμή της για όσες κατηγορίες είπε για τους δώδεκα μήνες του χρόνου.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου